Ο Τάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος, στο Cosmopoliti.com , γράφει για τη νέα Μαντάμ Σουσού: Τον Έλληνα κριτικό
«Ξεφυλλίζω» μερικές φορές τα γραπτά ορισμένων από τους κριτικούς που πολλοί συνάδελφοι μου λένε ότι τους ενέπνευσαν (γιατί ως γνωστόν, η Liberation και το Νew Yorker ερχόταν με συνδρομή στη στάνη που μεγαλώσαμε). Και ξέρεις τι αρχίζω και υποπτεύομαι; Ότι τελικά αυτά που λένε κάποιοι για μεγάλους κριτικούς είναι βαρβούτσαλα. Για τον πολύ απλό λόγo του ότι αν μπορείς να διαβάσεις πίσω από τι γραμμές, θα καταλάβεις ότι οι περισσότεροι, ακόμα και οι μεγαλύτεροι των μεγάλων, επίδειξη ύφους έκαναν περισσότερο, παρά ουσιαστική προσέγγιση αυτού που έβλεπαν. Ευφυολογήματα, παρομοιώσεις και κακιούλες για να φανεί το πόσο έξυπνη και βιτριολική είναι η γραφή τους, ακόμα και αν αυτό κατέστρεφε καριέρες.
Τα έχω ζήσει από πρώτο χέρι εξ’ άλλου εδώ και πολλά χρόνια πλέον, στα φεστιβάλ αλλά και στην ελληνική πραγματικότητα. Δεν είναι τυχαίο πως οι πιο ουσιαστικές κριτικές που έχω διαβάσει, σαν αναγνώσματα, αυτόνομα, δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη αξία γιατί ο σκοπός τους δεν ήταν να επιδείξουν τις ικανότητες του γραφιά τους, αλλά να αναδείξουν ανατομικά το ίδιο το έργο. Σκηνοθεσία, υποκριτική, φωτισμοί, μουσική, συνέπεια υποσχέσεων και αποτελέσματος, και φυσικά ο πολύ σημαντικός παράγοντας που ειδικά οι Έλληνες κριτικοί φαίνεται να τον έχουν ξεχάσει: Το κατά πόσο αυτό το έργο, εφ’ όσον δεν μιλάμε για μουσειακή έκθεση αλλά για μπίζνα και μαζικότητα, αφορά στον θεατή.
Δεν είναι τυχαίο, πως μετά από μια διαφορετική προσέγγιση στο Μάρκο Σεφερλή που έκανα μέσα από το Nitro, ακολούθησε μια αστεράτη κριτική από το Αθηνόραμα και άλλη μια αποθεωτική από τον Γεωργουσόπουλο. Όχι, δεν ξιπάζομαι αλλά μου φαίνεται περίεργη η χρονική σύμπτωση. Την οποία και αποδίδω σε κάτι πολύ απλό: Έπεσε στην πιάτσα σύνθημα, ότι ένας παλαβός βλαμμένος, δηλαδή εγώ, μπήκε στον κόπο να δει μια παράσταση του Σεφερλή κανονικά, σαν έργο δηλαδή, και να γράψει γι αυτήν, και ξαφνικά ανακαλύφτηκε η νέα μοντερνιά.
Είναι αντίστροφα, ακριβώς το ίδιο φαινόμενο που παρατήρησα με τους εξαιρετικούς «Δαίμονες» στο Παλλάς. Βουρ στον εύκολο στόχο. Με βασικό επιχείρημα τον Καρβέλα, τα μπουζούκια και τη Βίσση. Από ξυπόλυτες που άπαξ και τους κλείσει πρώτο τραπέζι η Βίσση ή ο Μαζώ, θα κάνουνε τις υποκλίσεις του Ιζνογκούντ. Ανάμεσα στις οποίες, ομολογώ ότι για καιρό άνηκα κι εγώ. Όχι δεν έπαψα να είμαι ξυπόλητη, ούτε πρώτο τραπέζι μου έχει κλείσει ποτέ η Βίσση, σε μια γωνίτσα πίσω πίσω με βάζει γιατί ξέρει ότι μεθάω και σου λέει (και με το δίκιο της η κοπέλα) «άσε την τρελή μην πάθει καμία παράκρουση όταν τραγουδάω το «12» κι έχουμε τα ασθενοφόρα σαν ειδικό εφέ μέσα στο κέντρο για να τη μαζέψουνε βραδιάτικα). Απλά είδα τα πράγματα διαφορετικά κι αποφάσισα να μην κομπλάρω με όσους θέλουν να μου στερήσουν το δικαίωμα στη χαρά.
Είδα συγκλονιστικά «Κόκκινα Φανάρια» από τον Κωνσταντίνο Ρήγο που τον έχω περάσει γενιές δεκατέσσερις και αναγκάστηκα να του ζητήσω δημόσια συγγνώμη. Όχι μόνο επειδή η παράσταση ήταν εξαιρετική. Όσο για κάτι που μου είπε, μια μέρα που μας έφερε ο δρόμος κοντά, εκείνον ως φωτογράφο εμένα ως δημοσιογράφο, στα αποδυτήρια ενός επωνύμου για εξώφυλλο. Μιλάγαμε για το «Σικάγο», του έλεγα πόσο μέτρια ήταν η παράσταση και μου εξήγησε με τον πιο άμεσο τρόπο, ότι «αυτό παθαίνει ένας ηθοποιός του λεγόμενου ‘σοβαρού’ θεάτρου, αν τον βάλεις σε μιούζικαλ και του ανάψεις τα φώτα και πάθει πανικό ότι βρίσκεται σε πίστα που την απαξιεί και δεν ξέρει πώς να τη χειριστεί». Αυτά για όσες βρίζουνε την πίστα χωρίς να ξέρουνε τι δουλειά και πρόβα προϋποθέτει το να ανεβάσεις ένα ‘δεμένο’ πρόγραμμα.
Ξαναγυρνάω στους ‘Δαίμονες’ που έκλεισαν για φέτος τις παραστάσεις τους, το βράδυ της Κυριακής. Τι μαλακία διάβασα φέτος, δεν μπορείς να φανταστείς. Μια χαροκαμένη, που φαντάζομαι ακόμα ψάχνει δημόσιο πλυντήριο για να πλύνει το ταγάρι της, συνέκρινε θριαμβευτικά την «ποταπότητα» του υπερθεάματος, με την ουσία και το πνευματικό μεγαλείο ενός θεατρικού ανεξάρτητης σκηνής, που είδε μαζί με άλλες 50 κλαίουσες. Άλλη μια, πειράχτηκε από τις πολλαπλές αλλαγές σκηνικών και το ότι ο Κακλέας δεν έβαλε χιούμορ (που έβαλε αλλά εσύ είσαι αγέλαστη μωρή έρμη) στην παράσταση και τη σκηνοθέτησε ως κάτι πομπώδες. Γραψ’ του γράμμα μωρή τότε του Κακλέα, του χρόνου να το ανεβάσει ξανά με σκηνικό ένα μόνο κόντρα πλακέ και τους ηθοποιούς να φοράνε χαβαγιάνες για να λένε ότι «αυτό συμβολικά αντικατοπτρίζει την οικονομική κρίση της Ελλάδας». Ξέρεις, αυτές τις μαλακίες που λένε οι δημιουργοί και μετά όλοι ψαρώνουν.
Έβλεπα τον μέτριο τελευταίο Αλμοντοβάρ και αναρωτιόμουνα τι θα είχε ακούσει κάποιος έλληνας αν είχε τολμήσει να κάνει τέτοια ταινία. Τρελή αδερφή είναι το λιγότερο που θα τον έλεγαν. Όμως επειδή είναι Αλμοντοβάρ ο οποίος δήλωσε πως η ταινία του είναι μια παραβολή πάνω στην Ισπανική Οικονομική κρίση, πάθανε όλες ρεύση. Και ξεπεράσανε πίπες, ναρκωτικά που βγαίνουν από πρωκτούς, σπέρματα στη μούρη, και σόου που δεν τα κάνει ούτε η Κουμαριανού (γιατί τα κάνει πολύ καλύτερα). Κάπως έτσι και με τον «Υπέροχο Γκάτσμπι» από την αντίθετη πλευρά. Όλοι να το θάψουν μόνο και μόνο γιατί είναι θεαματικός Μπαζ Λούρμαν. Με βασικό όπλο, το πόσο επιφανειακά πιάνει το αριστουργηματικό βιβλίο του Φιτζέραλντ. Σου έχω νέα επειδή το διάβασα ξανά μόλις προχτές. Από πλοκή, κάθε άλλο παρά αριστούργημα είναι. Από πρόζα ναι. Και ο Λούρμαν έχει κάνει την πιο πιστή διασκευή (που να έχει και ενδιαφέρον στο σύγχρονο θεατή ταυτόχρονα όμως) που γίνεται. Επομένως όταν μου γράφεις μια τέτοια τεράστια μαλακία, δεν προκύπτεις μόνο κομπλεξαρισμένη, αλλά και αγράμματη. Εντελώς όμως. Και γνήσια απόγονος μιας γενιάς δυστυχισμένων, που η μοναδική χαρά η οποία μπορείς να αντλήσεις, είναι με το να κάνεις και όσους σε διαβάζουν εξ’ ίσου δυστυχισμένες κομπλάροντας τους.
Πάθανε όλες ρεύση με την φρικτά βαρετή «Οδύσσεια» του Μπομπ Ουίλσον στο Μέγαρο. Και ετοιμάζονται να ξαναπάθουν για κάτι κουλό που ετοιμάζει πάλι ο Ουίλσον με τον Ουίλεμ Νταφό στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Της ξεπέτας το κάγκελο δηλαδή. Ένας θρύλος του θεάτρου (όπως ομολογουμένως είναι ο Ουίλσον) στα τελευταία του γεράματα, αποφασίζει να κάνει αρπαχτές σε τριτοκοσμικές χώρες κι από δίπλα σούρνει κι έναν ηθοποιό που έχει το όνομα αλλά όχι τη χάρη και βρίσκεται επίσης στην απόλυτη παρακμή του. Και να οι ‘πληρωμένες’ περγαμηνές στα περιοδικά για τη σημασία του μεγάλου γεγονότος. Γραμμένες από ανθρώπους που κάποιος πρέπει να τους πει, ότι ο Μπομπ Ουίλσον, έχει σταματήσει να δημιουργεί γεγονότα εκτός της περιφέρειας του Τζιμπουτί, εδώ και πολλά χρόνια πλέον.
Δε θα μπω στην παγίδα του να συγκρίνω τους «Δαίμονες» με κάτι από τα παραπάνω, γιατί θα είναι σαν να αναπαράγω τη βλαχιά αυτής που το έκανε όπως έγραψα πριν. Και γιατί πολύ απλά, έχω μάθει όταν πηγαίνω σε ένα μανάβικο (ω ναι, το εμπόριο της τέχνης είναι πολύ πιο μανάβικο από ότι νομίζεις) να μη συγκρίνω ένα καρότο με έναν ανανά. Γιατί κάπως έτσι είναι αυτές οι συγκρίσεις ανόμοιων πραγμάτων, που μπορεί και τα δύο να είναι δίπλα δίπλα στον πάγκο, είναι όμως ταυτόχρονα εντελώς διαφορετικά προϊόντα. Σαν να λες στον παντοπώλη, «ξέρεις, αυτό το καρότο σου, δεν είναι όπως ο ανανάς που μου πούλησες χτες». Ατάκες της τρελής και της βλαμμένης δηλαδή.
Ευτυχώς, όλοι οι συντελεστές των «Δαιμόνων», της πιο όμορφης, δουλεμένης, συγκεκριμένης στους στόχους της και αποτελεσματικής στην πραγματοποίηση της, απόπειρας μετεγγραφής του είδους της ροκ όπερας στην Ελλάδα, ένα πράγμα είχαν στο μυαλό τους και σε αυτό τάχθηκαν ο κάθε ένας ξεχωριστά, με μοναδικό τρόπο και κόπο: Το να υπηρετήσουν ένα πολύ συγκεκριμένο, ξεκάθαρα ψυχαγωγικό και θεαματικό θεατρικό είδος, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και όχι την προσωπική τους παραζάλη μεγαλείου για «μεγάλη τέχνη». Όπως την ορίζει το κατεστημένο της τέχνης. Το κατάφεραν θριαμβευτικά. Και όχι μόνο. Εισήγαγαν σε αυτό το περίεργο θεατρικό είδος, μια ολόκληρη φουρνιά θεατών, που δε θα πατούσε το πόδι του σε μιούζικαλ. Το εξοικείωσαν μαζί του. Επομένως αντικειμενικά, έκαναν πολύ περισσότερο καλό, από ότι δεκαπέντε θεωρητικές προχειρογραμμένες πορδές.
Το αισθάνθηκα παρατηρώντας το εκρηκτικό φινάλε των παραστάσεων την Κυριακή. Το στέριωσα μέσα μου, μιλώντας τυχαία μετά με ανθρώπους, όπως ο κούκλος που έχει επιμεληθεί τα γραφικά των βίντεο, όσον αφορά τον όγκο της επί μέρους δουλειάς που χρειάστηκε για να δημιουργηθεί ένα φλογοβόλο σύνολο. Από αυτά που σε κάνουν να πεις, «τι ωραίο βράδυ που πέρασα απόψε».
Ατάκα τζιζ για τους κριτικούς το «τι ωραία που πέρασα». Για έναν περίεργο λόγο, όλοι αυτοί που σκίζονται για την ομορφιά, επιμένουν να αγνοούν προκλητικά και να χλευάζουν την αξία του να περάσεις όμορφα. Πιθανότατα γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ξεχωρίσεις και να ξεχάσεις, το τραύμα του ότι στο σχολείο όλοι σε τάραζαν στη σφαλιάρα. Επιβάλλοντας σαν νέα μαντάμ Σουσού, τα τσομπάνικα γαλλικά σου, στη μικρή αυλή που επιδεικνύεις με ναπολεόντεια κρίση μεγαλείου, το νέο σου βρακοζώνι ως φράκο.
** ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στο www.twitter.com/klarinabourana. Κάντε LIKE στην επίσημη σελίδα του fb www.facebook.com/SigaikaProductions για να μαθαίνετε όσα χρειάζεστε, προκειμένου να καίτε τον εγκέφαλο (των άλλων) ή επικοινωνήστε με το terra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκησης.